-
1 температура
температура ж η θερμοκρασία; нормальная \температура η φυσιολογική θερμοκρασία; повышенная \температура ο πυρετός; мерить \температурау μετρώ τη θερμοκρασία* * *жη θερμοκρασίαнорма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία
повы́шенная температу́ра — ο πυρετός
ме́рить температу́ру — μετρώ τη θερμοκρασία
-
2 температура
-ы θ.θερμοκρασία•температура воздуха η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας•
температура человеческого тела η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος•
измерять -у больного μετρώ τη θερμοκρασία του άρρωστου•
повышенная температура ο πυρετός.
-
3 температура
температу́р||аж ἡ θερμοκρασία/ ὁ πυρετός (больного):комнатная \температура ἡ θερμοκρασία δωματίου· повышенная \температура ὁ πυρετός· измерять \температурау а) μετρώ τήν θερμοκρασία, б) (о больном) ἐξετάζω τόν πυρετό· у него нет \температураы δέν ἐχει πυρετό, εἶναι ἀπύρετος. -
4 теплота
-ы θ.1. θερμότητα•единица измерения -ы μονάδα μέτρησης θερμότητας•
превращение химической энергии в -у μετατροπή της χημικής ενέργειας σε θερμότητα.
|| θερμοκρασία•теплота воздуха η θερμοκρασία του αέρα•
теплота плавления θερμοκρασία (βαθμός) τήξης.
2. ζέστη, ζεστασιά• θαλπωρή•он любит -у αυτός αγαπά τη ζέστη.
3. βλ. теплсг (2 σημ.). -
5 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
6 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
7 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
8 жар
жар м 1) η ζέστα, η ζέστη 2) (повышенная температура) ο πυρετός, η θερμοκρασία у меня \жар έχω πυρετό* * *м1) η ζέστα, η ζέστη2) ( повышенная температура) ο πυρετός, η θερμοκρασίαу меня́ жар — έχω πυρετό
-
9 нормальный
нормальный κανονικός, ομαλός· \нормальныйая температура η φυσιολογική θερμοκρασία* * *κανονικός, ομαλόςнорма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία
-
10 ноль
κ. нуль-я α.μηδέν (Ο).(για θερμοκρασία κλπ.) μηδέν•температура пять градусов ниже -я θερμοκρασία πέντε βαθμούς κάτω του μηδενός.
|| (για ανθρώπους) μηδαμινός, τίποτε, τιποτένιος•для меня он ноль για μένα αυτός είναι ένα μηδενικό (τίποτε).
εκφρ.ноль-ноль – α) ακριβώς (για χρόνο)• β) (αθλτ.) ισοπαλία•ноль внимания – (απλ.) καθόλου προσοχή•ноль без палочки – ένα μεγάλο μηδενικό•свести к -ю – εκμηδενίζω•стричь под ноль – κουρεύω σύρριζα. -
11 жаровыносливость
бот. η αντοχή (των φυτών) στη μεγάλη/υψηλή θερμοκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жаровыносливость
-
12 зависеть
εξαρτώμαι, εξαρτιέμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зависеть
-
13 замораживание
1. (замерзание) η (κα-τά)ψύξη, το πάγωμα* быстрое - ταχεία - 2. (приостановление развития чего-л.) το σταμάτημα, η καθήλωση, το πάγωμα 3. (неис-пользование чего-л.) η μη χρησιμοποίηση, η νέκρωση, эк. η ακινητοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замораживание
-
14 калориметр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калориметр
-
15 остывать
κρυώνω, κατεβάζω θερμοκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остывать
-
16 падать
1. (сверху вниз, склоняться вниз низко опускаться) πέφτω 2. (уменьшаться, ослабевать, понижаться) πέφτ/ω, μειώνομαιкурс - ет (бирж., эк.) η τιμή (π.χ. του συναλλάγματος) - ειспрос - ет торг. - ει η ζήτησηтемпература - ет тех. - ει η θερμοκρασίαцены - ют эк. οι τιμές - ουν3. (об излучении, напр. света) προσπίπτω, πέφτω 4. (об ударении в словах) πέφτ/ωударение - ет на последний слог ο τόνος - ει στη λήγουσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > падать
-
17 перегонка
1. хим. η απόσταξη 2. см перегон (во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегонка
-
18 плавление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавление
-
19 порог
1. тех. το κατώφλιборовковый - мет. η ποδιά του ανοίγματοςвыходной мет. - της εξόδουнаправляющий гидр. - οδηγός2. (наименьшая величина, степень проявления чего-л.) το κατώτατο όριο- рекристаллизации температурный η (χαμηλότερη) θερμοκρασία ανακρυ-στάλλωσης)энергетический - ενεργειακό - 3 (каменистый поперечный выступ дна реки) η ξέρα (του ποταμού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порог
-
20 солидус
η γραμμή/θερμοκρασία πέρατος τηςστερεοποίησης/κρυσταλλοποίησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солидус
См. также в других словарях:
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — η βαθμός ή ποσό θερμότητας κάποιου σώματος: Μεταβολές στη θερμοκρασία. – Φυσιολογική θερμοκρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… … Dictionary of Greek
κρίσιμη θερμοκρασία — Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… … Dictionary of Greek
θερμοκρασίας — θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem acc pl θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek